κάκια

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

και κακιά, η
1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια»)
2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή των σχέσεων μεταξύ φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά].