κάμερα

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

(I)

βλ. κάμαρα.
(II)

κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»].