Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρπωση

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.