καθίδρυμα

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθίδρῡμα Medium diacritics: καθίδρυμα Low diacritics: καθίδρυμα Capitals: ΚΑΘΙΔΡΥΜΑ
Transliteration A: kathídryma Transliteration B: kathidryma Transliteration C: kathidryma Beta Code: kaqi/druma

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἵδρυμα, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.

Greek (Liddell-Scott)

καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ (Α καθίδρυμα) καθιδρύω
το αποτέλεσμα του καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.