καθίζημα

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

το
καθιζάνω
ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα δοχείου που περιέχει διαλυμένα σε νερό ή άλλο υγρό άλατα ή άλλες ουσίες, ίζημα, κατακάθι.