καθαγίαση

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαγιάζω, αγίασμα, εξαγνισμός, εξαγίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. στον λόγιο τ. καθαγίασις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].