καθορισμός

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

ο καθορίζω
1. ακριβής ορισμός, σαφής προσδιορισμός
2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση («ο καθορισμός τών δικαιωμάτων και καθηκόντων του πολίτη»).