καιροσκόπος

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassend, K. S.

Greek Monolingual

ο, η (Α καιροσκόπος)
αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, τερασκόπος].