καιροφυλακία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1297] ἡ, das Abpassen der rechten Zeit, Sp.
Greek Monolingual
καιροφυλακία, ἡ (Α) καιροφυλακώ
το να περιμένει κάποιος την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει κάτι.