κακεργέτις
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ιδος, ἡ, Herm.in Phdr.p.75 A. (written κακοεργέτις Porph.Antr.30, s.v.l.):—also κακεργάτις [ᾰ], Them.Or.2.33d.
German (Pape)
[Seite 1298] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.