κακολογώ

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

(AM κακολογῶ, κακολογέω) κακολόγος
1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ)
2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους, προφέρω βλασφημίες, κατηγορίες («ἐάν... αἰτίας καὶ βλασφημίας λέγη και κακολογῆ», Δημοσθ.).