κακοφράσμων
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
κακοφράσμον, gen. ονος, = κακοφραδής, prob. in Theoc.4.22; v. κακοχράσμων.
German (Pape)
[Seite 1305] ον, dasselbe, Theocr. 5, 22, nach Mein. für κακοχράσμων.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφράσμων: (Theocr. - v.l. к κακοχράσμων) = κακόφραδής.