κακότυχος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακότυχος, -ον)
αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.)
2. κακός, πονηρός.
επίρρ...
κακότυχα (Μ κακότυχα)
με δυστυχία, άτυχα, άθλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κακοτυχής (πρβλ. και άτυχος < ατυχής)].