καλαμοδόχη

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η
δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια της υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη, τεφροδόχη].