καλοθελητής

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλοθελήτρα (Μ καλοθελητής)
αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει ευνοϊκές διαθέσεις
νεοελλ.
(ειρωνικά) αυτός που δείχνει προσποιητό ενδιαφέρον για κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα τον επιβουλεύεται, αυτός που κρυφά επιδιώκει το κακό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θελητής.