καλοπερνώ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-άω
1. καλοζώ, ζω άνετα, χωρίς στερήσεις («στο πατρικό της καλοπερνούσε»)
2. ζω αρμονικά και με σύμπνοια με κάποιον
3. περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ευχάριστα («καλοπεράσαμε στην εκδρομή»).