καλυπτήρας
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
ο (Α καλυπτήρ, -ῆρος) καλύπτω
το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα
αρχ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.)
3. θήκη, θηκάρι
4. στον πληθ. οἱ καλυπτῆρες
α) πλίνθοι, κεραμίδια
β) τα μακριά φτερά τών αρπακτικών πτηνών
5. φρ. «τῆς πόλιος καλυπτῆρες» — οι στυλοβάτες της κοινωνίας, οι ευπατρίδες και πλούσιοι κάτοικοι της πόλεως, που καλύπτουν επισκιάζουν τους άλλους (Ηρώνδ.).