καλυπτήρας
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
ο (Α καλυπτήρ, -ῆρος) καλύπτω
το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα
αρχ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.)
3. θήκη, θηκάρι
4. στον πληθ. οἱ καλυπτῆρες
α) πλίνθοι, κεραμίδια
β) τα μακριά φτερά τών αρπακτικών πτηνών
5. φρ. «τῆς πόλιος καλυπτῆρες» — οι στυλοβάτες της κοινωνίας, οι ευπατρίδες και πλούσιοι κάτοικοι της πόλεως, που καλύπτουν επισκιάζουν τους άλλους (Ηρώνδ.).