καμαροειδής
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
καμαροειδές, like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.
German (Pape)
[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.
Spanish
abovedado, que tiene forma de bóveda
Greek Monolingual
-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].
Léxico de magia
-ές graf. καμορο- abovedado, que tiene forma de bóveda de una luz μετὰ τὸ εἰπεῖν τὴν φωταγωγίαν ἄνυξον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὄψῃ τὸ φῶς τοῦ λύχνου καμοροειδὲς γινόμενον después de pronunciar la fórmula para captar la luz, abre los ojos y verás que la luz de la lámpara se ha vuelto abovedada P IV 1105