καμηλοβάτης

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der ein Kameel besteigt, reitet, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, Κλήμ. Ἀλ. 267.

Greek Monolingual

καμηλοβάτης, ὁ (Α)
αυτός που καβαλικεύει καμήλα, αναβάτης καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης, σχοινοβάτης.