καμηλοκόμος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλοκόμος Medium diacritics: καμηλοκόμος Low diacritics: καμηλοκόμος Capitals: ΚΑΜΗΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: kamēlokómos Transliteration B: kamēlokomos Transliteration C: kamilokomos Beta Code: kamhloko/mos

English (LSJ)

καμηλοκόμον, keeping camels, Eust.ad D.P.954.

German (Pape)

[Seite 1316] Kameele wartend, Eust. D. Per. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλοκόμος: -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.

Greek Monolingual

καμηλοκόμος, ὁ (Μ)
αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.