καμηλών

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλών Medium diacritics: καμηλών Low diacritics: καμηλών Capitals: ΚΑΜΗΛΩΝ
Transliteration A: kamēlṓn Transliteration B: kamēlōn Transliteration C: kamilon Beta Code: kamhlw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, stable for camels, POxy.507.26 (ii A.D.), BGU393.15, etc.

Greek (Liddell-Scott)

καμηλών: -ῶνος, ὁ, στάβλος καμήλων Πάπυρ. Βερολ. 339, 15 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

καμηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
πάπ. στάβλος για καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ων, δηλωτικό τόπου (πρβλ. αμπελών, ελαιών)].