καναβάτσο

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν])
χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων τμημάτων της, ανδρικής κυρίως, ενδυμασίας, ώστε να είναι σκληρά και δύσκαμπτα και να εφαρμόζουν καλά στο σώμα
νεοελλ.
(κατ. επέκτ.) το δάπεδο της παλαίστρας ή του χώρου όπου διεξάγεται αγώνας πυγμαχίας (ρινγκ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., < ιταλ. cannavaccio < lat. cannabis < αρχ. ελλ. κάνναβις.