καπάρο

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

το
προκαταβολή που δίνεται ως εγγύηση αγοράς ή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caparra < ρ. capparare «κρατώ»].