καραδοκῶ

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Mantoulidis Etymological

(=περιμένω μέ ἀγωνία καί προσοχή). Ἀπό τό κάρα, τό (=κεφάλι) + δοκεύω (παραμονεύω).