καραμπογιά

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η
1. άνυδρο θειικό υποξείδιο του σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή
2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. kara-boya].