καρατομώ

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

καρατομώ, -έω) καρατόμος
κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω
νεοελλ.
(νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό.