καρηβαρίτης

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρῑ́της Medium diacritics: καρηβαρίτης Low diacritics: καρηβαρίτης Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: karēbarítēs Transliteration B: karēbaritēs Transliteration C: karivaritis Beta Code: karhbari/ths

English (LSJ)

causing headache; v. καρηβαρικός.

German (Pape)

[Seite 1327] οἶνος, ein Kopfweh verursachender, schwerer Wein; Schol. Ar. Ran. 1150; Suid.

Greek Monolingual

καρηβαρίτης, ὁ (Α) καρηβαρία
(για κρασί) αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο, πολύ δυνατός, κουτελίτης.