κατάγριος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
κατάγριος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πολύ αγριεμένη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άγριος (< ἄγριος), πρβλ. ημιάγριος, πανάγριος].