κατάκρυψις

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Verbergen, Verheimlichen.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρυψις: ἡ παντελὴς κρύψις.