κατάμουτρα

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα»)
2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τον πρόσβαλε κατάμουτρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα].