κατάμπελος

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμπελος Medium diacritics: κατάμπελος Low diacritics: κατάμπελος Capitals: ΚΑΤΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: katámpelos Transliteration B: katampelos Transliteration C: katampelos Beta Code: kata/mpelos

English (LSJ)

κατάμπελον, wine-growing, Χώρα Str.4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1364] reich mit Weinstöcken versehen, χώρα Strab. IV, 179.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμπελος: -ον, πλήρης ἀμπέλων, χώρα Στράβ. 179· κ. καὶ ὑπόδενδρος Βυζ.

Greek Monolingual

κατάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά αμπέλια («χώραν δ' ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. υπάμπελος].