κατάνευρος

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάνευρος Medium diacritics: κατάνευρος Low diacritics: κατάνευρος Capitals: ΚΑΤΑΝΕΥΡΟΣ
Transliteration A: katáneuros Transliteration B: kataneuros Transliteration C: katanevros Beta Code: kata/neuros

English (LSJ)

κατάνευρον, full of nerves or sinews, μέρη, τόπος, Hippiatr.57, 96.

German (Pape)

[Seite 1365] nervig, voll Nerven, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάνευρος: -ον, πλήρης νεύρων ἢ ἰνῶν, νευρώδης, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κατάνευρος, -ον (Μ)
γεμάτος νεύρα ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).