κατάρριψη
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
η (Α κατάρριψις) καταρρίπτω
νεοελλ.
η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη του εχθρικού αεροπλάνου»)
3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ»)
αρχ.
η ανατροπή, η κατάλυση.