Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρριψη

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

η (Α κατάρριψις) καταρρίπτω
νεοελλ.
η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη του εχθρικού αεροπλάνου»)
3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ»)
αρχ.
η ανατροπή, η κατάλυση.