κατάρτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A mast, EM478.23:—also κατάρτιος, ἡ, but distinguished from ἱστός, Artem.2.12,53, EMl.c., Glossaria
2 part of the loom, Artem.3.36.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτιον: τό, ἱστός, Κλήμ. Ἀλ. 340, Ἐτυμ. Μέγ. 478. 23, Βυζ.·- οὕτω κατάρτιος, ἡ, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἱστός, τῷ ἱστῷ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς Ἀρτεμίδ. 2. 12, 156 Reiff., Ἐτυμ. Μέγ., ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ πλοῖον καὶ ἡ καταρτία αὐτοῦ Ἀρτεμίδ. 2, 53· ὁ Δουκάγγ. τὴν μεγάλην κατάρτην· καὶ ὑποκορ. καταρτίδιον. 2) μέρος τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, Ἀρτεμίδ. 3. 36.