καταρτία

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτία Medium diacritics: καταρτία Low diacritics: καταρτία Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΑ
Transliteration A: katartía Transliteration B: katartia Transliteration C: katartia Beta Code: katarti/a

English (LSJ)

v. καταρτεία.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, = κατάρτιος, Artemid. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτία: ἡ, = κατάρτιον, Ἀρτεμίδ. 2. 53.

Greek Monolingual

καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία)
μσν.
κατάρτι, δοκάρι
αρχ.
εξαρτία, εξοπλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. κατ-άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α)- + ἄρτιος].