καταβρεχτήρας

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

ο
1. το καταβρεχτήρι
2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρ(ας), (πρβλ. ανεμιστήρας, οδοστρωτήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].