καταδαπανώ
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
(AM καταδαπανῶ, -άω)
1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.)
2. μέσ. καταδαπανώμαι, -άομαι
υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι
μσν.-αρχ.
φθείρω, καταστρέφω («κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα»)
αρχ.
δαπανώ σε κάτι χρήσιμο («καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾱτε», Ξεν.).