καταμήνυση
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
η (AM καταμήνυσις) καταμηνύω
υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου, καταγγελία
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «ψευδής καταμήνυση» — η αναληθής ενοχοποίηση ενός προσώπου για τέλεση αξιόποινης πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, εν γνώσει της αναλήθειας της ενοχοποίησης.