κατασκιρτάω
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
A leap upon, τοῦ βήματος Plu.2.790c.
2 leap about, Ael.NA5.6.
II metaph., show contempt for, τινος ib.2.6, Polyaen. 8.23.7, etc.
German (Pape)
[Seite 1379] darauf springen, Ael. H. A. 2, 6 u. a. Sp., τινός, Plut.; verhöhnen, verspotten, Sp.
French (Bailly abrégé)
κατασκιρτῶ :
1 sauter à bas de, gén.;
2 sauter sur : fig. τινος sur qqn, le fouler aux pieds, lui témoigner son mépris;
3 sauter, bondir autour.
Étymologie: κατά, σκιρτάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκιρτάω: πηδῶ κάτω ἀπό τινος, τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 790C, κτλ. 2) πηδῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Αἰλ. π. Ζ. 5. 6. ΙΙ. πηδῶ ἐπί τινος, καταφρονῶ, τινος αὐτόθι 2. 6, Πολύαιν. 8. 23, 7, κτλ.· ἀντίθετ. τοῖς συνεργεῖν καὶ ὑπουργεῖν, Θεοδώρητ. 4, 4, σ. 1028.
Russian (Dvoretsky)
κατασκιρτάω: спрыгивать, соскакивать (τοῦ βήματος Plut.).