κατασυκοφαντώ

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source

Greek Monolingual

(Α κατασυκοφαντῶ, -έω)
νεοελλ.
συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονή
αρχ.
(σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος.