καταχειρίζω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
και καταχερίζω (AM καταχειρίζω, Μ και καταχερίζω)
νεοελλ.
χτυπώ, δέρνω κάποιον
μσν.
επιχειρώ, αρχίζω
αρχ.
μέσ. καταχειρίζομαι
α) εξαφανίζω, φθείρω
β) μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»].