κατελθεῖν
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
German (Pape)
[Seite 1395] fut. u. aor. zu κατέρχομαι.
Greek Monotonic
κατελθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατελθεῖν: дор. v. l. κατενθεῖν inf. aor. 2 к κατέρχομαι.