κατελθεῖν

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

German (Pape)

[Seite 1395] fut. u. aor. zu κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελθεῖν: дор. v. l. κατενθεῖν inf. aor. 2 к κατέρχομαι.