κατεξουσία
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
ἡ, sovereignty, dominion, τῶννερτέρων θεῶν IG14.1047.5 (= Tab.Defix.Aud.188): c.gen., power over, τοῦ βιοθανάτου πνεύματος PMag.Par.1.1949; also δὸς αὐτῷ τὴν κ. κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ CIG4710 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, verstärktes ἐξουσία, Sp.
Spanish
Greek Monolingual
κατεξουσία, ἡ (Α)
1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον
2. επιβολή
3. κατίσχυση, νίκη.
Léxico de magia
ἡ dominio, poder c. gen. δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα καὶ δός μοι τὴν κατεξουσίαν τούτου τοῦ βιοθανάτου πνεύματος soberano Helios, escúchame a mí, fulano, y concédeme el poder sobre el espíritu de éste que ha muerto violentamente P IV 1949 ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας θεός, ὁ ἔχων ἄνω τὴν κατεξουσίαν te ordena el gran dios, el que tiene arriba el poder P LVIII 10