κατοικητήριο

From LSJ

Greek Monolingual

το (AM κατοικητήριον)
ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. ενοικητήριον].