κατομβρία

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατομβρία Medium diacritics: κατομβρία Low diacritics: κατομβρία Capitals: ΚΑΤΟΜΒΡΙΑ
Transliteration A: katombría Transliteration B: katombria Transliteration C: katomvria Beta Code: katombri/a

English (LSJ)

ἡ, heavy rain, Lyd.Ost.30, al.: pl., ib.58.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Beregnen, Überschwemmen.

Greek (Liddell-Scott)

κατομβρία: ἡ, μεγάλη, ἰσχυρὰ βροχή, ἡ ἐκ τῆς βροχῆς πλήμμυρα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 30, κτλ.· πληθ., αὐτόθι 58.

Greek Monolingual

κατομβρία, ἡ (Μ)
κάτομβρος
η ραγδαία βροχή.