κατσίκι

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

το
1. αίγα, γίδα
2. νεαρός γόνος αίγας, ερίφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kats. Κατ' άλλους < τουρκ. keci].