κατσουφιάζω
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].