καυχῶμαι

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Mantoulidis Etymological

(=κομπάζω, ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό τό καύχη (=αὐτοέπαινος). Εἶναι συγγενικό μέ τό αὐχέω -ῶ.
Παράγωγα: καύχημα, καυχηματίας, καύχησης, καυχητής, καυχήμων.