Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
(=κομπάζω, ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό τό καύχη (=αὐτοέπαινος). Εἶναι συγγενικό μέ τό αὐχέω -ῶ.Παράγωγα: καύχημα, καυχηματίας, καύχησης, καυχητής, καυχήμων.